Η ιστορία της πόλης ξεκινάει κατά την ελληνιστική εποχή, το 316 π.Χ. , όταν ο διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο θρόνο της Μακεδονίας, βασιλιάς Κάσσανδρος, μετά τη νέα τάξη πραγμάτων που επιφέρει η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου κατά των Περσών και την ανάγκη επικοινωνίας του βασιλείου της Μακεδονίας με τον ευρύτερο ελληνικό χώρο, αλλά και τον μακρινό καινούριο κόσμο της Ανατολής, επιλέγει να συνενώσει τα 26 πολίσματα που προϋπήρχαν στην περιοχή γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο, σε μία ενιαία πόλη. Στη νέα αυτή πόλη που ιδρύει ο Κάσσανδρος δίνει το όνομα της γυναίκας του, κόρης του Φιλίππου Β\’ και αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, της Θεσσαλονίκης.
Λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό και λίγο μετά την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους το 148 π.Χ. ορίζεται ως πρωτεύουσα και έδρα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας. Τους πρώτους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας, εκτός από την κατασκευή της Εγνατίας οδού (146-120 π.Χ.) , δύο ακόμη γεγονότα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη της πόλης. Το 42 π.Χ. η Θεσσαλονίκη αρνείται να δεχτεί τους δολοφόνους του Καίσαρα, (Βρούτο και Κάσιο), με συνέπεια oι αυτοκρατορικοί Μάρκος Αντώνιος και Οκταβιανός να την ανταμείψουν γι\’αυτό ανακηρύσσοντας την ελεύθερη πόλη και απαλλάσσοντας την από τη φορολογία. Το δεύτερο γεγονός συντελείται το 50 μ.Χ. όταν την πόλη επισκέπτεται ο απόστολος Παύλος για να κηρύξει τη χριστιανική πίστη, ιδρύοντας Εκκλησία προς την οποία θα συντάξει αργότερα τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές, οι οποίες αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται οικονομικά σε κέντρο εμπορίου και βιοτεχνίας αλλά και πνευματικά ως κέντρο της ανερχόμενης θρησκείας του Χριστιανισμού.
Η πόλη ζει τις καλύτερες στιγμές της στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν μέσα στη σχεδόν διαλυόμενη τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο Γαλέριος γίνεται Αύγουστος και επιλέγει τη Θεσσαλονίκη ως ανατολική έδρα του ρωμαϊκού κόσμου, την οποία και διοικεί ο ίδιος. Με την ίδρυση της Κωσταντινούπολης, το 330 μ.Χ. η Θεσσαλονίκη θα βρεθεί ανάμεσα στις δυο πρωτεύουσες, την παλιά και τη νέα Ρώμη και η θέση της γίνεται από οικονομική, στρατιωτική και πολιτική άποψη ακόμα πιο σημαντική, αποκτώντας τον τίτλο της Συμβασιλεύουσας πόλης, τίτλο που θα διατηρήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η δράση των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου τον 9ο μ.Χ. αιώνα, η οποία συνδέεται με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των σλαβικών εθνών.
Η Θεσσαλονίκη γυρίζει σελίδα στην ιστορία της, μετά την κατάκτηση της από τους Οθωμανούς το 1430 μ.Χ. υπό την κυριαρχία των οποίων θα παραμείνει για τους επόμενους σχεδόν πέντε αιώνες. Από τον 15ο αιώνα και ύστερα, κατόπιν άδειας που παραχωρείται από τον Σουλτάνο Μπαγιαζίτ Β’, στην πόλη εγκαθίσταται μεγάλος αριθμός διωκόμενων Εβραίων και στο τέλος του 19ου αιώνα η Θεσσαλονίκη αναδεικνύεται πλέον στη σημαντικότερη παγκόσμια εβραϊκή μητρόπολη, αποκαλούμενη από τους Ιουδαίους Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων. Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, η πόλη απελευθερώνεται στις 26 Οκτωβρίου του 1912 και ενσωματώνεται στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, ενώ το 1922-24 η πολυμορφία του πληθυσμού της, θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο μετά την εισροή προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η Θεσσαλονίκη θα αποτελέσει στο εξής τη δεύτερη μεγαλύτερη ελληνική πόλη, με τον πληθυσμό της να ανέρχεται σήμερα κοντά στους 800.000 κατοίκους.